- γενύων
- γένυςjawfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έαρ — (I) το (AM ἔαρ, Α και εἶαρ) 1. η άνοιξη 2. ομορφιά αρχ. 1. καθετί που βρίσκεται στην άνθησή του («ἔφηβοι... ἔαρ τοῡ δήμου») 2. φρ. α) «ἔαρ θ ὁρόωσα» με το γλυκό χαρούμενό της βλέμμα β) «γενύων... ἔαρ» το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο τών εφήβων γ)… … Dictionary of Greek
καρπάλιμος — καρπάλιμος, ον (Α) 1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.) 2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.). επίρρ... καρπαλίμως (Α) ταχέως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek